- σωσίπολις
- θεός της αρχαίας Ήλιδας που λατρευόταν στο ναό της Ειλειθυίας, στην Ολυμπία. Όταν οι Αρκάδες είχαν επιδράμει στην Ήλι, εμφανίστηκε, κατά το μύθο, μια γριά που θήλαζε νήπιο και το απόθεσε ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα. Το βρέφος μεταμορφώθηκε σε δράκο και η θέα του έκανε τους επιδρομείς να τραπούν σε φυγή. Οι Ηλείοι έχτισαν ναό του νέου θεού και ταύτισαν τη γριά προς την Ειλειθυία. Το όνομα του θεού σημαίνει ο «σώσας την πόλιν».
Σώσίππος. Κωμικός ποιητής τα έργα του οποίου δε διασώθηκαν. Το μόνο γνωστό είναι ότι ανήκουν στη λεγόμενη νέα κωμωδία.
* * *-όλιδος και σωσιπόλιος, ὁ, ἡ, Ααυτός που σώζει την πόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < σώζω* + πόλις (πρβλ. ἡγησί-πολις, ταραξί-πολις)].
Dictionary of Greek. 2013.